- ξυλοσκίστης
- οβλ. ξυλοσχίστης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλοσκίστης — ο 1. αυτός που σκίζει ξύλα. 2. μτφ., άνθρωπος ανάξιος για σοβαρά έργα, ανίκανος, αδέξιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλοσχίστης — και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης) αυτός που σχίζει ξύλα νεοελλ. μτφ. 1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής 2. αμαθής, αγράμματος … Dictionary of Greek